- παραδοξότητα
- παραδοξότης, -ητος, ἡ, ΝΑ [παράδοξος]το να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτονεοελλ.φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλοκοτιά — η (Α ἀλλοκοτία) [ἀλλόκοτος] παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία νεοελλ. 1. παραδοξολογία 2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα … Dictionary of Greek
καινοφανής — ές (Μ καινοφανής, ές) αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυπος («καινοφανής αστέρας») νεοελλ. 1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος 2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές το ασυνήθιστο, η… … Dictionary of Greek
παραδοξία — ἡ, Α [παράδοξος] το να είναι κάτι παράδοξο, παραδοξότητα … Dictionary of Greek
Ζοστσένκο, Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς — (Mikhail Mikhailovich Zoshchenko, Πολτάβα 1895 – Λένινγκραντ [Αγία Πετρούπολη] 1958). Ρώσος συγγραφέας. Πήρε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και αρρώστησε βαριά από τα γερμανικά ασφυξιογόνα. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα και το 1921 δημοσίευσε τα… … Dictionary of Greek
Κρόνιν, Τζέιμς — (James Cronin, Σικάγο 1931 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη φυσικομαθηματική σχολή του πανεπιστημίου των Μεθοδιστών του Νότου το 1951. Το ίδιο έτος ξεκίνησε μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, με καθηγητές τους… … Dictionary of Greek
παράδοξος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συμφωνεί με την κοινή γνώμη, που δε γίνεται δεχτός από τη κοινή αντίληψη, ο ασυνήθιστος, ο παράξενος, ο απίθανος, ο απίστευτος: Η ζωή έχει πολλά παράδοξα. Ουσ. παραδοξότητα κάθε παράδοξη περίπτωση, το παράδοξο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)